αγύρευτος

αγύρευτος
η , ο
1) не пользующийся спросом; непроданный (о товаре);

καπνά αγύρευτα — табак, на который нет спроса;

2) невостребованный, позабытый;

δέματα αγύρευτα — невостребованные посылки;

3) нежелательный; не требующийся;

αγύρευτος να ·ναι ο γιατρός — лучше бы не понадобился врач


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγύρευτος" в других словарях:

  • αγύρευτος — η, ο 1. αζήτητος: Τα περσινά καπνά μένουν αγύρευτα. 2. ανεπιθύμητος, που ευχόμαστε να μη βρεθούμε στην ανάγκη να τον ζητήσουμε: Αγύρευτος να είναι ο γιατρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγύρευτος — η, ο [γυρεύω] 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν ζητιέται ή δεν ζητήθηκε, απούλητος, ανεπιθύμητος 2. αυτός για τον οποίο δεν φρόντισε κανείς, ο παραμελημένος 3. αυτός που, αν και συχνά μάς είναι αναγκαίος (γιατρός, ιερέας, φάρμακα κ.ά.),… …   Dictionary of Greek

  • αναπαίτητος — η, ο (Μ ἀναπαίτητος, ον) [ἀπαιτῶ] αυτός που δεν τόν απαίτησε ή δεν τόν απαιτεί κανείς, αζήτητος, αγύρευτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»